φάμουλος

φάμουλος
ὁ, Μ
δούλος σπιτιού, οἰκέτης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. famulus «δούλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φάμπουλλος ή Φάμουλος — (Fabullus ή Famulus, 1ος αι.). Ρωμαίος ζωγράφος της εποχής του Νέρωνα. Είναι κυρίως γνωστός για έναν πίνακα της Αθηνάς, που έδινε την εντύπωση ότι παρακολουθούσε με το βλέμμα της τον θεατή, και ακόμα περισσότερο για τις διακοσμήσεις και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”